Σε περίπτωση ασιτίας οι λειτουργίες του οργανισμού συντηρούνται με ενέργεια η οποία προέρχεται από τα αποθέματα του οργανισμού.
Πρώτα ξοδεύονται τα αποθέματα των σακχάρων, ακολουθούν τα αποθέματα των λιπών και τελευταία ξοδεύονται τα λευκώματα.
Τα σάκχαρα αποταμιεύονται ελάχιστα στους μυς και το ήπαρ με τη μορφή γλυκογόνου. Η συνολική ποσότητα του γλυκογόνου είναι μικρή, διακόσια πενήντα περίπου γραμμάρια των μυών και εκατό γραμμάρια του ήπατος. Γι’ αυτό τα αποθέματά του ξοδεύονται γρήγορα, σε μία έως δύο μέρες το πολύ.
Μετά την εξάντληση των σακχάρων ξοδεύονται λίπη και λευκώματα συγχρόνως, με συντριπτική όμως υπεροχή των λιπών (80-90%).
Από τα λίπη του οργανισμού ξοδεύεται μόνο το αποταμιευτικό λίπος. Το κυτταρικό λίπος αποτελεί δομικό υλικό και δεν ξοδεύεται.
Συμπερασματικά:
Στην ασιτία το λίπος των λιπαποθηκών αποτελεί την κύρια πηγή ενέργειας για τον οργανισμό. Η κινητοποίησή του όμως αρχίζει την τρίτη μέρα της ασιτίας.
Τις πρώτες 24-48 ώρες ο οργανισμός εξαντλεί τα αποθέματα γλυκογόνου. Η απώλεια βάρους που παρατηρείται σε αυτές οφείλεται στην εξάντληση του γλυκογόνου και την απώλεια υγρών που τη συνοδεύουν, δηλαδή στην απώλεια λειτουργικών υλικών και γι’ αυτό δεν είναι ουσιαστική. Θα αποκατασταθεί με την πρώτη λήψη τροφής. Παρ’ όλα αυτά συνοδεύεται από αδυναμία και εξάντληση.
Η πραγματική απώλεια βάρους, αυτή δηλαδή που οφείλεται στην κατανάλωση αποταμιευτικού λίπους, αρχίζει μόλις την τρίτη μέρα της ασιτίας και σε περίπτωση υποσιτισμού αργότερα, ανάλογα με το βαθμό του.
Όλες αυτές οι αλλαγές και οι προσαρμογές του μεταβολισμού κατά τη διάρκεια ασιτίας, νηστείας ή υποσιτισμού προκαλούν και συνοδεύονται από μεταβολές που γίνονται στους ιστούς και «χυμούς» του οργανισμού. Η κατανόησή τους ίσως δεν είναι εύκολη. Παρ’ όλα αυτά θα περιγραφούν περιληπτικά, κυρίως για να γίνει αντιληπτό ότι η μακροχρόνια νηστεία έχει συνέπειες για τον οργανισμό.
Είπαμε προηγουμένως ότι ο οργανισμός μετά την εξάντληση των αποθεμάτων των σακχάρων ξοδεύει το αποθεματικό λίπος. Τα λίπη προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σαν πηγή ενέργειας διασπώνται στο ήπαρ με τη δράση του ενζύμου λιπάση σε λιπαρά οξέα και γλυκερίνη, διότι στα κύτταρα καίγονται μόνο τα λιπαρά οξέα. Η γλυκερίνη έχει στενή συγγένεια με τα σάκχαρα και μετατρέπεται σε γλυκογόνο.
Σε παρατεταμένη λοιπόν νηστεία κινητοποιείται το αποταμιευτικό λίπος και μεταφέρεται στο ήπαρ. Γι’ αυτό έχουμε αύξηση του λίπους του αίματος (λιπαιμία) και του ήπατος, ενώ συγχρόνως παράγονται προϊόντα διάσπασης των λιπών.
Ο οργανισμός που τρέφεται κανονικά καίει τα λιπαρά οξέα ολοκληρωτικά με τελικά προϊόντα διοξείδιο του άνθρακα και νερό, που αποβάλλονται από τον οργανισμό.
Ένα από τα ενδιάμεσα προϊόντα της διάσπασης των λιπαρών οξέων είναι η οξόνη. Προβαθμίδα της είναι το ακετοξικό οξύ και προβαθμίδα αυτού το β-οξυβουτυρικό οξύ. Είναι τα λεγόμενα «οξονικά σώματα».
Σε κανονική διατροφή του οργανισμού την οξόνη και τα οξονικά σώματα τα βρίσκουμε στον οργανισμό σε πολύ μικρές ποσότητες διότι η καύση τους είναι ολοκληρωτική. Όταν όμως ο οργανισμός δεν έχει στη διάθεσή του σάκχαρα (λόγω αυστηρής δίαιτας ή όπως συμβαίνει με τους διαβητικούς) και υποχρεωτικά καίει μόνο λίπος αποταμιευτικό και λίγα λευκώματα, τα οξονικά σώματα αθροίζονται στο αίμα, παρουσιάζονται στα ούρα και προκαλούν προοδευτικά αυξανόμενη οξέωση. Πρόκειται για σοβαρή διαταραχή η οποία από κάποιο βαθμό και πέρα είναι ασυμβίβαστη με τη ζωή. Αν δηλαδή δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, οδηγεί σε κώμα και θάνατο.
Ο οργανισμός αντιδρά σε αυτή τη διαταραχή. Παράγει αμμωνία, την οποία χρησιμοποιεί σαν «κανονιστική» ουσία, δηλαδή ουσία για την εξουδετέρωση των οξέων.
Η αμμωνία στον οργανισμό παράγεται από την απαμίνωση των αμινοξέων. Σε συνθήκες κανονικής διατροφής η αμινοομάδα των αμινοξέων μετατρέπεται στο ήπαρ σε ουρία και αποβάλλεται με τα ούρα. Γι’ αυτό τα αζωτούχα των ούρων αποτελούνται από ουρία σε ποσοστό 95%. Σε περιπτώσεις ασιτίας τα αζωτούχα των ούρων αποτελούνται από αμμωνία σε ποσοστό 60% και μερικά άλλα προϊόντα προερχόμενα από την ανώμαλη διάσπαση των αμινοξέων (κρεατίνη, κρεατινίνη, ουρικό οξύ, κ.ά.).
Όλες αυτές οι αλλαγές συνοδεύονται από ανάλογα συμπτώματα, με πρώτα και πρόωρα συμπτώματα αδυναμίας, εξάντλησης και ζαλάδας.
Ανάλογη εξέλιξη έχουν οι λεγόμενες «κετονικές ή κετογονικές» δίαιτες αδυνατίσματος. Σ’ αυτές περιορίζουμε τη συνολική ποσότητα της τροφής και αποκλείουμε τα σάκχαρα. Υποχρεώνουμε έτσι τον οργανισμό, προκειμένου να εξασφαλίσει την ενέργεια που έχει ανάγκη για τις λειτουργίες του, να κάψει λίπος αποθεματικό. Το αποτέλεσμα θα είναι το αδυνάτισμα αλλά και η οξέωση. Γι’ αυτό όσοι εφαρμόζουν ανάλογη δίαιτα πρέπει να κάνουν συχνά εξέταση ούρων για την περίπτωση συσσώρευσης οξονικών σωμάτων. Σε κάθε περίπτωση πρόωρο σύμπτωμα ανάλογης δίαιτας θα είναι η αδυναμία, ζαλάδα και εξάντληση.